καταφορά

καταφορά
ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω]
η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή
νεοελλ.-μσν.
έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική, επίκριση, κατακραυγή εναντίον προσώπου ή κατάστασης («κάλλιο το γκρέμισμα τού σπιτιού σου παρά η καταφορά τού κόσμου», παροιμ.)
αρχ.
1. (ειδικά για ξίφος) φορά, κίνηση, χτύπημα προς τα κάτω
2. μτφ. προσβολή, επίθεση εναντίον κάποιου
3. επιγρ. πληρωμή
4. (γενικά) η προς τα κάτω κίνηση
5. (για βροχή, χαλάζι κ.λπ.) πτώση
6. (για τον ήλιο, τα ζωδιακά σημεία κ.λπ.) δύση
7. (για συλλογισμό) επαγωγή, συναγωγή συμπεράσματος
8. επιγρ. (για υλικά προς τη θάλασσα) μεταγωγή, μεταφορά
9. επιγρ. επικλινής επιφάνεια
10. φρ. α) «ἐκ καταφορᾱς» — με χτύπημα που καταφέρεται από πάνω προς τα κάτω, δηλ. κοφτά, χτυπητά
β) ιατρ. «καταφορά κοιλίης» — η διάρροια, (Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταφορά — καταφορά̱ , καταφορά conveyance fem nom/voc/acc dual καταφορά̱ , καταφορά conveyance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορᾷ — καταφορά conveyance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορά — η 1. φορά προς τα κάτω, κατέβασμα. 2. εχθρική εκδήλωση, επίκριση, κατακραυγή: Η καταφορά των απεργών εναντίον του εργατικού νομοσχεδίου. 3. (ιατρ.), είδος βαθιάς νάρκης μεταξύ κώματος και λήθαργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάφορα — κατάφορος rushing down neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφοράν — καταφορά̱ν , καταφορά conveyance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφοράς — καταφορά̱ς , καταφορά conveyance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφοραῖς — καταφορά conveyance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφοραί — καταφορά conveyance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορᾶς — καταφορά conveyance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφορῆς — καταφορά conveyance fem gen sg (epic ionic) καταφορέω carry down pres ind act 2nd sg (doric) καταφορέω carry down pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”